- μεθιζάνω
- μεθιζάνω,A change the position of,
τὰς σικύας Aret.CA2.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰς σικύας Aret.CA2.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεθιζάνω — (Α) τοποθετώ κάτι σε άλλο σημείο, μετατοπίζω, μεταθέτω, μεταφυτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἱζάνω (πρβλ. καθ ιζάνω)] … Dictionary of Greek